Πιο κοντά στη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 εκτιμάται ότι βρίσκεται η ιατρική, έπειτα από την έρευνα που πραγματοποίησαν επιστήμονες από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, οι οποίοι κατάφεραν να αναπτύξουν μια μέθοδο που μειώνει το βάρος και βελτιώνει τα επίπεδα των σακχάρων στο αίμα.
Σύμφωνα με την έκθεση των ερευνητών, τα αποτελέσματα αυτά επιτυγχάνονται χάρη σε μια μοριακή δομή που δρα με τον ίδιο τρόπο στους υποδοχείς των ορμονών GLP-1 και GIP, οι οποίες παράγονται από την πεπτική οδό και ελέγχουν την ποσότητα φαγητού που καταναλώνεται, καθώς και άλλες διαδικασίες του μεταβολισμού.
Οι συγκεκριμένες ορμόνες, όταν η γλυκόζη εισέρχεται στον οργανισμό μέσω των σακχάρων, ρυθμίζουν την αύξηση της παραγωγής της ινσουλίνης και τη μείωση των σακχάρων στο αίμα που αυτή επιφέρει, παράλληλα όμως και την όρεξη, καθώς και την καύση του λίπους. Κάποιες από αυτές τις ιδιότητες των συγκεκριμένων ορμονών χρησιμοποιούνται ήδη στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2, ωστόσο αυτή τη φορά οι επιστήμονες κατάφεραν να αναπτύξουν μια μοριακή δομή που συνδυάζει όλες τις ευεργετικές ιδιότητες των δύο ορμονών. Έτσι, ενεργοποιούνται ταυτοχρόνως οι υποδοχείς και των δύο ορμονών, ενώ παράλληλα αυξάνονται όσο το δυνατόν περισσότερο οι μεταβολικές επιδράσεις τους.
Η νέα θεραπευτική προσέγγιση δοκιμάστηκε από τους επιστήμονες σε ποντίκια και οι ερευνητές όχι μόνο και διαπίστωσαν ότι μειώνονται σημαντικά τα επίπεδα των σακχάρων στο αίμα, αλλά και το σωματικό βάρος. Επίσης, παρατήρησαν ότι επιταχύνεται ο μεταβολισμός στον άνθρωπο, ωστόσο φαίνεται ότι υπάρχουν και κάποιες παρενέργειες, με συνηθέστερες τις ενοχλήσεις στο γαστρεντερικό.
Τη νέα μέθοδο ανέπτυξαν επιστήμονες από το Κέντρο για τον Διαβήτη Χέμχολτς του Μονάχου (HMGU) και το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Μονάχου (TUM), σε συνεργασία με ερευνητές από τα πανεπιστήμια Ιντιάνα και Σινσινάτι, ενώ τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Science Translational Medicine.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι πλέον ανοίγει ο δρόμος για την εξατομικευμένη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, αφού η αναλογία των δύο ορμονών συνήθως διαφέρει από οργανισμό σε οργανισμό.