Βλάβη στον εγκέφαλο και μάλιστα παρόμοια με εκείνη που προκαλεί το Αλτσχάιμερ, κινδυνεύουν να παρουσιάσουν μακροπρόθεσμα όσοι καταναλώνουν πολλά αναψυκτικά, σύμφωνα με νέα μελέτη. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Σίδνεϊ ανακάλυψαν ότι η μακροχρόνια κατανάλωση αναψυκτικών προκαλεί μεταβολές σε εκατοντάδες πρωτεΐνες του εγκεφάλου λόγω της ζάχαρης και των γλυκαντικών που περιέχουν, με αποτέλεσμα συχνά να προκαλείται υπερδραστηριότητα.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επιστημονική έκθεση, παρόμοιες μεταβολές στις πρωτεΐνες του εγκεφάλου παρατηρούνται επίσης όταν υπάρχουν διαταραχές όπως το Αλτσχάιμερ, ακόμη και στον καρκίνο. Οι επιστήμονες τονίζουν ότι τα αναψυκτικά και οποιοδήποτε άλλο ζαχαρούχο ποτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αντικαθιστά το νερό.
Την ίδια στιγμή, περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν προβλήματα όρασης διατρέχουν τα βρέφη που γεννιούνται πολύ πρόωρα. Μεγάλη σουηδική μελέτη έδειξε ότι τα βρέφη που γεννιούνται πριν την 32η εβδομάδα της κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να πάθουν στο μέλλον αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, η οποία συχνά προκαλεί ακόμη και ολική απώλεια της όρασης – αν δεν αντιμετωπιστεί με χειρουργική επέμβαση.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία από τουλάχιστον 3 εκατομμύρια γεννήσεις, από το 1973 μέχρι και το 2008 και διαπίστωσαν ότι για τα παιδιά που γεννιούνται ανάμεσα στην 28η και την 31η εβδομάδα της κύησης ο κίνδυνος είναι τετραπλάσιος. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Ophthalmology.
Στο μεταξύ, μια νέα και πιο αξιόπιστη εξέταση για τον καρκίνο του προστάτη θα εντοπίζει τους επικίνδυνους καρκινικούς όγκους με μεγαλύτερη ακρίβεια. Την εξέταση ανέπτυξαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ με τη βοήθεια της πρωτεΐνης NAALADL2, η οποία όταν υπάρχει στον οργανισμό σε μεγάλη ποσότητα δείχνει ότι ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία ή ακτινοβολίες. Αντίθετα, όταν τα επίπεδά της είναι χαμηλά, ο ασθενής δεν χρειάζεται κάτι από τα παραπάνω, άρα θα αποφεύγει την περιττή ταλαιπωρία. Όπως διευκρινίζουν οι επιστήμονες, μέχρι σήμερα δεν υπήρχε άλλη εξέταση που να ξεχωρίζει τους επικίνδυνους όγκους από εκείνους που προκαλούν ελάχιστα ή μηδενικά συμπτώματα.