Μπορεί η κατανάλωση καφέ μετά το βραδινό φαγητό, ή το απογευματάκι, να μοιάζουν ιδανικές ευκαιρίες χαλάρωσης, στην πραγματικότητα όμως οδηγεί σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, καθώς επηρεάζει αρνητικά τον ύπνο.
Ερευνητές στο Wayne State University του Ντιτρόιτ, με επικεφαλής τον βοηθό καθηγητή, Κρίστοφερ Ντρέικ, αναφέρουν σε μελέτη τους που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση, Journal of Clinical Sleep Medicine, ότι η απογευματινή κατανάλωση μιας κούπας καφέ, μπορεί να προκαλέσει αϋπνία ή μείωση των ωρών του βραδινού ύπνου, όπως θα συνέβαινε αν πίναμε τον καφέ, αργά το βράδυ.
Οι ειδικοί συστήνουν την πλήρη αποφυγή της πρόσληψης καφεΐνης, μετά τις 5.00 το απόγευμα, ώστε να μην προκαλείται διαταραχή στον ύπνο. Αν κάποιος πάρει καφεΐνη, έξι ώρες προτού κοιμηθεί, αυτό θα μειώσει τη διάρκεια του ύπνου του, κατά τουλάχιστον μία ώρα.
Οι ερευνητές απόδειξαν τις εκτιμήσεις τους, χρησιμοποιώντας εθελοντές, στους οποίους χορήγησαν χάπια καφεΐνης, αλλά και ψευδοφάρμακα, τροποποιώντας τον τρόπο χορήγησης. Στο διάστημα της έρευνας, «μετρούσαν» τον ύπνο των εθελοντών, τόσο με μηχανήματα, όσο και μελετώντας ημερόγια που τήρησαν οι συμμετέχοντες. Ετσι διαπίστωσαν τα παραπάνω. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι οι εθελοντές, δεν αντιλήφθηκαν στο σύνολό τους, τις διαταραχές στον ύπνο τους, οι οποίες όμως καταγράφηκαν από τα μηχανήματα.
Την ίδια στιγμή, επανάσταση στην πρόληψη και την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού αναμένεται να φέρει μια γονιδιακή εξέταση χαμηλού κόστους, η οποία θα προβλέπει τον κίνδυνο προσβολής από την ασθένεια σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η εξέταση αναπτύσσεται από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ και θα ελέγχει τα γονίδια, τον ιστό των μαστών, το βάρος και τον καθημερινό τρόπο ζωής των γυναικών, προβλέποντας έτσι αν η γυναίκα κινδυνεύει να προσβληθεί από την ασθένεια κάποια στιγμή στη ζωή της.
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες στην έκθεσή τους, αρχικά θα γίνεται εξέταση αίματος ή σάλιου για την ανάλυση του DNA, ενώ στη συνέχεια θα πραγματοποιούνται έλεγχοι για το βάρος σε σχέση με το ύψος, καθώς και ακτινογραφία του στήθους. Επίσης, οι γυναίκες θα καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις για τις καθημερινές τους συνήθειες, ώστε να εντοπίζονται και οι εξωτερικοί παράγοντες κινδύνου.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης θα είναι έτοιμα σε διάστημα 15 ημερών και έτσι οι γυναίκες θα μαθαίνουν ποιό είναι το ποσοστό κινδύνου να προσβληθούν από καρκίνο του μαστού τα επόμενα πέντε χρόνια σε σχέση με εκείνο για τα επόμενα 20 χρόνια. Σε εκείνες με το υψηλότερο ποσοστό θα χορηγείται προληπτική θεραπεία ή ακόμη και χειρουργική αφαίρεση μαστού, αναλόγως την περίπτωση και τις επιλογές που υπάρχουν σε κάθε μία από αυτές.
Οι γυναίκες που θα παρουσιάζουν το χαμηλότερο ποσοστό κινδύνου θα κάνουν ελέγχους κάθε δέκα χρόνια, αποφεύγοντας έτσι την ταλαιπωρία αλλά και το κόστος.