Το πόσο πονάμε, δηλαδή η ευαισθησία μας στον πόνο, ελέγχεται από ένα είδους γονιδιακού «θερμοστάτη», ο οποίος ρυθμίζεται υπό την επιρροή του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος. Αυτό καταδεικνύεται από νέα διεθνή επιστημονική έρευνα στην οποία συμμετείχε και ελληνική ερευνητική ομάδα. Όπως λένε οι επιστήμονες, αυτό σημαίνει ότι το πόσο αντέχει κανείς τον πόνο, μπορεί να αλλάξει στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου.
Η συγκεκριμένη μελέτη ήταν η πρώτη που κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς έως τώρα το λεγόμενο «κατώφλι» του πόνου για κάθε άνθρωπο θεωρείτο λίγο πολύ σταθερό και αμετάβλητο. Είναι επιβεβαιωμένο ότι όσοι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι στον πόνο (τον αντέχουν λιγότερο), είναι πιο πιθανό κάποια στιγμή να εμφανίσουν κάποιο χρόνιο πόνο στο σώμα τους. Η νέα ανακάλυψη μπορεί μελλοντικά να βοηθήσει στη δημιουργία νέου τύπου φαρμάκων κατά του χρόνιου πόνου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τ. Σπέκτορ του Τμήματος Γενετικής Επιδημιολογίας του King’s College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature Communications”, σύμφωνα με το BBC και το “New Scientist”, έκαναν έρευνα σε 25 ζεύγη πανομοιότυπων διδύμων, τους οποίους υπέβαλαν σε τεστ πόνου (πόσο άντεχαν μια θερμή ακτίνα λέιζερ πάνω στο δέρμα τους), ενώ παράλληλα ανέλυσαν το DNA τους.
Από ελληνικής πλευράς στην έρευνα συμμετείχε ο διακεκριμένος καθηγητής γενετικής Πάνος Δελούκας του Ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger και της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου “Queen Mary” του Λονδίνου. Αποφοίτησε το 1986 από το Τμήμα Χημείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακά στην Μικροβιολογία στο Πανεπιστήμιο 7 του Παρισιού και πήρε το διδακτορικό του στη γενετική από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία το 1991. Μετά από διετή μεταδιδακτορική βιοϊατρική έρευνα στην ελβετική φαρμακευτική Hoffmann – La Roche, συνέχισε την καριέρα του στη Βρετανία, όπου συμμετείχε στο Πρόγραμμα Ανθρωπίνου Γονιδιώματος και έκτοτε έχει εξελιχτεί σε έναν από τους κορυφαίους γενετιστές διεθνώς.
Ακόμα στην έρευνα συμμετείχαν οι: Λουκία Τσαπρούνη (Wellcome Trust Sanger Institute), Χρυσάνθη Αϊναλή και Σοφία Τσόκα (King’s College Λονδίνου – Τμήμα Πληροφορικής), Εμμανουήλ Δερμιτζάκης, Αντιγόνη Δήμα και Αλεξάνδρα Νίκα (Ιατρική Σχολή πανεπιστημίου Γενεύης).
Η επιστημονική ανάλυση έδειξε ότι η αντοχή στον πόνο μπορεί να μεταβληθεί στο πέρασμα του χρόνου, ως συνέπεια της ενεργοποίησης ή απενεργοποίησης ορισμένων γονιδίων από περιβαλλοντικούς παράγοντες και τον τρόπο ζωής κάποιου (διατροφή, κάπνισμα, αλκοόλ, έκθεση σε ρύπανση κ.α.) Η συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία ονομάζεται «επιγενετική» στη βιολογία, σημαίνει ότι οι εξωτερικοί παράγοντες μεταβάλλουν με χημικό τρόπο τον τρόπο «έκφρασης» των γονιδίων, στη συγκεκριμένη περίπτωση τροποποιώντας -είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο- το «κατώφλι» του πόνου ενός ανθρώπου.
Οι ταυτόσημοι δίδυμοι έχουν κοινό το 100% των γονιδίων τους, ενώ οι μη ταυτόσημοι μόνο το 50% κατά μέσο όρο. Συνεπώς, οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των ταυτόσημων διδύμων (π.χ. όσον αφορά την αντοχή στον πόνο) πρέπει να αποδοθεί στο περιβάλλον και στις επιγενετικές αλλαγές που αυτό προκαλεί στη λειτουργία των γονιδίων.
Η έρευνα εντόπισε σημαντικές μεταβολές αυτού του είδους (χημικές-επιγενετιικές) σε εννέα γονίδια των διδύμων που εμπλέκονται στη ρύθμιση του πόνου. Κάθε μία από αυτές τις γονιδιακές τροποποιήσεις υπήρχε στον ένα δίδυμο, αλλά όχι στον άλλο, διότι είχαν ζήσει με διαφορετικό τρόπο.