Εξέταση αίματος για την κατάθλιψη

Μία νέα εξέταση αίματος αποτελεί τον πρώτο αντικειμενικό, επιστημονικό τρόπο για τη διάγνωση της σοβαρής κατάθλιψης στους ενήλικες, αναφέρουν επιστήμονες από το Σικάγο.

Η εξέταση μετράει τα επίπεδα εννέα γενετικών δεικτών και, εκτός από τη διάγνωση της νόσου, μπορεί να δείξει και εάν ένας ασθενής ανταποκρίνεται στην γνωστική συμπεριφορική θεραπεία η οποία είναι μία από τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες γι’ αυτήν.

Όπως γράφουν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Northwestern στην επιθεώρηση «Translational Psychiatry», σχεδόν ένας στους επτά ενήλικες εκδηλώνει κάθε χρόνο κατάθλιψη. Παρά τη συχνότητά της, όμως, παρατηρούνται σοβαρές καθυστερήσεις στη διάγνωση, που φτάνουν έως τους 40 μήνες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.

Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, όμως, τόσο πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τον ασθενή, την οικογένεια και γενικότερα το περιβάλλον του, δήλωσε η δρ Εύα Ρεντέι, καθηγήτρια Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικών Επιστημών & Φυσιολογίας στο Northwestern.

Αν μάλιστα αν ο ασθενής δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει να επικοινωνήσει με τον γιατρό, «η διάγνωση καθίσταται πάρα πολύ δύσκολη, δεδομένου ότι προς το παρόν βασίζεται σε συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια τα οποία πρέπει να συζητήσει ο γιατρός με τον ασθενή», είπε.

«Αν, όμως, η εξέταση αίματος βγει θετική, ο γιατρός θα ξέρει τι συμβαίνει και θα μπορέσει να παρέμβει αποτελεσματικά».

Η αποτελεσματικότητα της εξέτασης τεκμηριώθηκε σε μία νέα μελέτη, που χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Ψυχικών Νόσων (NIMH) των ΗΠΑ. Σε αυτήν συμμετείχαν 32 πάσχοντες από κατάθλιψη ηλικίας 21 έως 79 ετών και ισάριθμοι μη καταθλιπτικοί συνομήλικοί τους.

Οι 64 εθελοντές υποβλήθηκαν στο νέο τεστ, για να αναζητηθούν οι εννέα γενετικοί δείκτες, οι οποίοι όπως απεδείχθη ήταν διαφορετικοί στους πάσχοντες από κατάθλιψη απ’ ό,τι στους υγιείς εθελοντές.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές υπέβαλλαν επί 18 εβδομάδες σε γνωστική συμπεριφορική θεραπεία τους πάσχοντες από κατάθλιψη, μετά το πέρας των οποίων υπέβαλλαν εκ νέου τους 22 από αυτούς στο τεστ.

Όσοι από αυτούς είχαν γίνει καλά με τη θεραπεία παρουσίασαν εμφανείς βελτιώσεις στους γενετικούς δείκτες, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν ανταποκριθεί.

Ωστόσο, τρεις από τους δείκτες των εθελοντών που έγιναν καλά εξακολούθησαν να έχουν κάποιες διαφορές σε σύγκριση με τους αντίστοιχους δείκτες στους υγιείς συνομηλίκους τους, γεγονός το οποίο ίσως υποδηλώνει μία ευαλωτότητα στην κατάθλιψη, σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.