Μία πρωτοποριακή διαγνωστική τεχνική, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση του Μίκαελ Σουμάχερ, ο οποίος βρίσκεται σε κώμα από τον Δεκέμβριο του 2013, αναπτύχθηκε από Βέλγους ερευνητές, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την απεικονιστική τεχνική της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) για να προβλέψουν ποιοι ασθενείς μπορούν τελικά να ξαναβρούν τη συνείδησή τους, «ξυπνώντας» από τον παρατεταμένο «ύπνο» τους.
Στην τομογραφία με εκπομπή ποζιτρονίων ή απεικόνιση PET χρησιμοποιούνται βραχύβιες ραδιενεργές χρωστικές για να οπτικοποιηθεί η λειτουργικότητα του εγκεφάλου. Οι ουσίες αυτές ενίονται στο αίμα του ασθενούς και φθάνουν τελικά στον εγκέφαλο. Μόλις φθάσουν στον εγκέφαλο, η παρουσία αυτών των ραδιοσημασμένων ουσιών σημαίνει ότι μπορούν να ληφθούν εικόνες χρησιμοποιώντας ένα ειδικό μηχάνημα. Η PET είναι μια άκρως ειδική τεχνική ερευνητικής απεικόνισης και χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στα πλαίσια κλινικών δοκιμών, λόγω του υψηλού της κόστους.
Οι Βέλγοι ερευνητές για πρώτη φορά δοκίμασαν κλινικά τη διαγνωστική αξιοπιστία δύο εναλλακτικών τεχνικών εγκεφαλικής απεικόνισης, της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI), και τις συνέκριναν με την κλασική διαγνωστική μέθοδο των νευρολογικών-συμπεριφορικών δοκιμασιών. Η κλινική δοκιμή σε βελγικό νοσοκομείο διήρκεσε τέσσερα χρόνια και έγινε συνολικά σε 126 ασθενείς «φυτά» που είχαν μεταφερθεί εκεί από πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η νέα ακριβέστερη, αλλά και πιο δαπανηρή, διαγνωστική μέθοδος ΡΕΤ μπορεί να καταγράψει τον μεταβολισμό της γλυκόζης, άρα και της εγκεφαλικής δραστηριότητας, όμως μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για τη διάγνωση του καρκίνου.
Σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις, η τεχνική ΡΕΤ υπερτερεί σε ακρίβεια, στο να διακρίνει τους ασθενείς που είναι πράγματι «φυτά», από εκείνους που έχουν διατηρήσει μια κρυμμένη οριακή συνειδητή κατάσταση και άρα έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα μελλοντικής ανάκαμψης. Η ΡΕΤ είχε διπλάσιο ποσοστό επιτυχίας 93%, έναντι μόνο 45% της fMRI, όσον αφορά τη διάγνωση της «οριακής συνειδητής κατάστασης» σε έναν ασθενή, ενώ ήταν επίσης ανώτερη (με επιτυχία 74% έναντι 56% της fMRI) όσον αφορά την ακριβή πρόβλεψη για την ανάκαμψη ενός ασθενούς μετά από ένα έτος.
Ένας στους τρεις από όσους είχαν προηγουμένως διαγνωστεί με βάση την παραδοσιακή μέθοδο ως «φυτά» (έχοντας πλήρη έλλειψη ανταπόκρισης στο περιβάλλον), όταν ελέγχθηκαν με την τεχνική ΡΕΤ, αποκαλύφθηκε ότι είχαν κρυμμένη εγκεφαλική δραστηριότητα, ενδεικτική ενός ορισμένου βαθμού «κλειδωμένης» συνείδησης. Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, ανέκαθεν ήταν δύσκολη υπόθεση η διάγνωση της ακριβούς εγκεφαλικής- νοητικής κατάστασης ενός ασθενούς με πιθανά αυτόματα νευρολογικά ανακλαστικά (ρεφλέξ), αλλά χωρίς καμία συνειδητή ανταπόκριση στο περιβάλλον. Εκτιμάται ότι σχεδόν στο 40% τέτοιων περιπτώσεων (πχ λόγω σοβαρού εγκεφαλικού οιδήματος), δεν γίνεται η σωστή διάγνωση ή πρόγνωση, ούτε για την τωρινή, ούτε για την μελλοντική κατάστασή τους.
Η νέα τεχνική αναμένεται να αναζωπυρώσει και διάφορα διλήμματα βιοηθικής φύσης, ιδίως κατά πόσο θα πρέπει να σταματά η μηχανική υποστήριξη σε όσους ασθενείς φαίνεται πλέον και από την απεικονιστική διάγνωση ότι δεν έχουν καθόλου ίχνη συνείδησης. Επίσης, αν ένας ασθενής αποκαλυφθεί ότι διατηρεί έστω οριακά τη συνείδησή του, τότε, παρόλο που δεν φαίνεται να αντιδρά, μπορεί να νιώθει πόνο, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, αν θα πρέπει να του χορηγούνται παυσίπονα.